κουκούλωμα

κουκούλωμα
το, -ατος
η ενέργεια και το αποτέλεσμα του κουκουλώνω, κάλυψη.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • κουκούλωμα — το [κουκουλώνω] 1. κάλυψη, σκέπασμα 2. μτφ. αναγκαστικός γάμος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”